δυσωδία

δυσωδία
δυσωδία, ας, ἡ (ὄζω ‘to emit an odor’; Aristot. et al.; Diod S 14, 71, 2; Longus 4, 17, 2; schol. on Nicander, Ther. 308; SEG 8, 621; Is 34:3 Sym.; Philo, Mos. 1, 100; 2, 262; TestBenj 8:3; TestJob [pl. 34:4] AcThom 55 [Aa II/2, 171, 17]) ‘a strong offensive odor, stench’, then also that which causes the stench, filth (Anna Comn., Alex. 13, 10 ed. Reiff. II 205, 10) ApcPt 11, 26. Fig. filth of erroneous teaching IEph 17:1.—DELG s.v. ὄζω.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσωδία — δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc/acc dual δυσωδίᾱ , δυσωδία foul smell fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίᾳ — δυσωδίᾱͅ , δυσωδία foul smell fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδία — η (AM δυσωδία) 1. άσχημη μυρωδιά, κακοσμία 2. ανηθικότητα νεοελλ. φρ. «βρόμα και δυσωδία» α) αποκρουστική ακαθαρσία και κακοσμία β) αηδιαστική ανηθικότητα …   Dictionary of Greek

  • δυσωδία — η 1. δυσάρεστη μυρουδιά, κακοσμία. 2. φρ., «βρόμα και δυσωδία» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσωδίας — δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem acc pl δυσωδίᾱς , δυσωδία foul smell fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαι — δυσωδίᾱͅ , δυσωδία foul smell fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαν — δυσωδίᾱν , δυσωδία foul smell fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδιῶν — δυσωδία foul smell fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίαις — δυσωδία foul smell fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσωδίης — δυσωδία foul smell fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”